Πάει λίγος καιρός ... Μόλις , ένας χρόνος από τότε που τα μάτια μου αντίκρισαν για πρώτη φορά τα δικά σου . Ένας ολόκληρος χρόνος και στο νου μου μοιάζει σαν 'χθές.Ήταν ξημέρωμα θυμάμαι και η συνάντησή μας , θέλημα θεού και διαβόλου . Δεν μιλήσαμε σχεδόν καθόλου , μα , τα μάτια μας για τα λίγα εκείνα δευτερόλεπτα έστησαν ολόκληρο διάλογο .
Ήρθες , ξαφνικά στην ζωή μου σαν μια αναπάντεχη καλοκαιρινή μπόρα . Ήρθες και μαζί σου έφερες το χρώμα στο μουντό μου γκρίζο , το χαμόγελο στα σφραγισμένα μου χείλη , το δάκρυ χαράς στις λίμνες θλίψης των ματιών μου , το φως στο σκοτάδι μου ... Όμως , όσο ξαφνικά ήρθες , άλλο τόσο ξαφνικά έφυγες σκορπώντας πόνο , πολύ πόνο κι ένα αναπάντητο γιατί που πάντα θα μου τρώει τα σωθικά ...
Θυμάμαι , την πρώτη φορά που βγήκαμε . Μου το 'χες προτείνει πολλές φορές , όμως , εγώ αρνούμουν πάντα πριν καν τελειώσεις την πρότασή σου κι ας το ήθελα . Κι ας ήταν ο λόγος που ξενυχτούσα βράδια ατέλειωτης προσμονής ν' ακούσω από τα χείλη σου να το ζητάς ...
Μα εκείνη τη 'μέρα , δεν θα την ξεχάσω ποτέ . Δεν είχα κοιμηθεί προσμένοντας να 'ρθει το απόγευμα και η ώρα που θα ερχόσουν να με πάρεις απ' το σπίτι . Οι γονείς μου οι οποίοι ήταν υπερπροστατευτικοί , δεν είχαν υποψιαστεί τίποτα . Τους είχα πει ό,τι θα πήγαινα μια βόλτα με τα πόδια στην παραλία . Στην παραλία , που περνούσα όλες τις άδειες εκείνες 'μέρες και νύχτες της ατέλειωτης μοναξιάς μου ...
Και το απόγευμα , ήρθε όπως κι εσύ αγαπημένε μου . Μπήκα , γρήγορα στο αμάξι κοιτώντας γύρω μου μη τυχόν με δουν οι δικοί μου . Κάρφωσες τα μάτια σου 'πάνω μου , μου έδωσες ένα φιλί στο μάγουλο και μου είπες :
- Σ' ευχαριστώ , που δέχθηκες να 'ρθείς . Σ' ευχαριστώ , απλά , που ήρθες στην ζωή μου ...
Ακούγοντας , τα λόγια αυτά να βγαίνουν απ' τα χείλη σου ένα δάκρυ κύλισε απ' τα μάτια μου . Ένα δάκρυ που εάν είχες προσέξει ίσως να είχες καταλάβει ...
- Που , πάμε ; Σε ρώτησα .
- Θα δεις . Απάντησες .
Ο δρόμος που ακολουθούσες , είχε χαραγμένα ακόμη τα βήματά μου . Σε 'βλεπα να κατευθύνεσαι στην παραλία που από μικρό παιδί επισκεπτόμουν και δεν το πίστευα . Όταν φτάσαμε , έτριβα τα μάτια μου μήπως η όρασή μου μου έκανε παιχνίδια όπως η μοίρα μου , μα , ήταν αλήθεια . Μου άνοιξες την πόρτα , μου έπιασες το χέρι και με οδήγησες στα βραχάκια που το σχέδιο απ' το κορμί μου ήταν ακόμη αποτυπωμένο απ' το προηγούμενο βράδυ ...
Το αεράκι , δρόσιζε τα κορμιά μας που έκαιγαν κι ας μην άγγιζε το ένα τ' άλλο . Ο ήλιος , βυθιζόταν αργά μέσα στο βαθύ μπλέ και ο ουρανός γέμιζε αστέρια , ενώ , το φεγγάρι φάρος στο απόλυτο σκοτάδι του έρωτά μας . Θυμάμαι , το σώμα μου γυμνό πλάι στο δικό σου και την ανάσα σου καυτή να μου χαρίζει λίγη ακόμη ζωή ...
Μπήκες μέσα μου αργά και τρυφερά . Ήταν η πρώτη μου φορά . Ο πόνος δυνατός , μα , τόσο γλυκός συνάμα . Θυμάμαι , ακόμη εκείνον τον ήχο ... τον ήχο της καρδιάς μου , στο δικό σου κορμί ... Τα χείλη σου άγγιζαν τα δικά μου , ενώ , τα νύχια μου σημάδευαν την πλάτη σου άθελά μου ...
- Κορίτσι μου , να σταματήσω ;
- Αν το κάνεις , θα σταματήσει η καρδιά μου , σου απάντησα και συνέχισες ...
Οι 'μέρες περνούσαν γρήγορα και από 'πάνω μου και από μέσα μου . Ο χρόνος τέλειωνε , μα , τέλειωνε μαζί σου . Η τελευταία μας συνάντηση , πραγματοποιήθηκε πάλι εκεί . Στην παραλία μου , στην παραλία μας ... Με περίμενες αρκετή ώρα . Όταν ήρθα , σε είδα καθισμένο στην καυτή άμμο να κοιτάς μ' αγωνία το ρολόι σου . Κάθισα δίπλα σου , σε φίλησα κι εσύ αμέσως με ρώτησες γιατί άργησα χαρίζοντάς μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ...
- Οι γονείς μου , αφού , ξέρεις ... σου είπα με τρεμάμενη φωνή ...
- Ναι , Αναστασία μου , ξέρω μα αυτό δεν πάει άλλο . Θα πάω να τους μιλήσω . Είσαι μεγάλη κοπέλα πια δεν είναι λογικό να μην σ' αφήνουν να βγαίνεις ...
- Και , τι θα τους πεις ; Σε ρώτησα .
- Ό,τι σ' αγαπάω καρδιά μου και ό,τι θέλω να γίνεις γυναίκα μου ...
Καρδιά σου ... έτσι , μ' έλεγες πάντα ... καρδιά σου ... Τα μάτια μου , βούρκωσαν και άρχισα να κλαίω σαν παιδί δίχως σταματημό . Με κοίταξες μες στα μάτια και με ρώτησες τι έπαθα .
- Τίποτα , σου είπα . Τίποτα , απλά , φοβάμαι . Δεν τους ξέρεις , με λατρεύουν και φοβούνται κι αυτοί γι' αυτό δεν θέλουν ν' απομακρύνομαι πολύ . Το μόνο μέρος που δέχονται να επισκέπτομαι είναι αυτή η παραλία ...
- Τι , φοβάσαι και τι οι γονείς σου καρδιά μου ;
- Μη συμβεί κάτι ή μη τυχόν χτυπήσει το τηλέφωνο και δεν είμαι εκεί ... δεν ξέρεις , δεν μπορείς να καταλάβεις αγάπη μου , δεν μπορείς ...
- Όντως , δεν μπορώ . Μα , πές μου ...
Ξαφνικά , άρχισα να τρέμω . Φοβήθηκα , μα , ο ήχος του κινητού σου με ηρέμησε γιατί έτσι θα κέρδιζα λίγο χρόνο να ηρεμήσω και ίσως να αποφύγω τις ερωτήσεις σου . Μίλησες λίγο κι όταν το ΄κλεισες μου είπες ό,τι έπρεπε να φύγεις . Εγώ , σου είπα ό,τι θα έμενα λίγο ακόμη και αργότερα θα πήγαινα σπίτι όπως κι έγινε .
Μια ώρα μετά και μπαίνοντας στο σπίτι οι γονείς μου έπεσαν στην αγκαλιά μου σπαράζοντας με δάκρυα στα μάτια και με λυγμούς μου είπαν ό,τι το τηλέφωνο είχε χτυπήσει επιτέλους και ό,τι είχε βρεθεί συμβατός δότης . Δεν ξέρω γιατί δεν χάρηκα . Τι , με κράτησε από το να μην αρχίσω να ουρλιάζω σαν τρελλή ...
Καιρό , περίμενα αυτή τη στιγμή . Τη στιγμή που μια καρδιά θα έπαιρνε την θέση της δικής μου και δεν θα φοβόμουν ποτέ ξανά μήπως πάψει να χτυπά μένοντας άγρυπνη μήπως χάσω στιγμές , μήπως χάσω εμένα , μήπως χάσω εσένα ... Περνώντας την πόρτα την χειρουργείου , αναρωτιόμουν γιατί δεν απαντούσες στις κλήσεις μου , μα , αυτή μου η απορία χάθηκε σύντομα από το μυαλό μου με μια δόση αναισθησίας . Η μεταμόσχευση , ήταν επιτυχής . Όταν μετά από λίγο διάστημα οι γιατροί μου επέτρεψαν να επιστρέψω σπίτι εγώ αποφάσισα να σου τηλεφωνήσω και να σου τα πω όλα . Θυμάμαι , να πληκτρολογώ τον αριθμό και τον ήχο του τηλεφώνου να κόβεται απότομα από μια γυναικεία φωνή , λίγο μεγάλη σε ηλικία . Το κινητό , ήταν απενεργοποιημένο κι έτσι τηλεφώνησα στο σπίτι .
- Καλημέρα σας , τον Νίκο , θα ήθελα ...
- Ο Νίκος , δεν μένει πια εδώ κοριτσάκι μου ...
- Τι , εννοείτε ; Μετακόμισε ; Που , μένει ; Ρώτησα , την φωνή που με δυσκολία άκουγα από τους λυγμούς που έβγαζε ...
- Στον παράδεισο ... εδώ ή έστω κάπου εδώ κοντά , μένει η καρδούλα του ...
Σάστισα ... το ακουστικό , γλίστρησε απότομα απ' το χέρι μου κι έπεσε στο πάτωμα . Πήγα , σπίτι σου και η φωνή απ' το τηλέφωνο έγινε παρουσία και η παρουσία πόνος στην καινούρια μου καρδιά , την δική σου καρδιά ... Φεύγοντας , από τη τελευταία μας συνάντηση έπεσες με το αμάξι σου σε έναν γκρεμό . Σου είχε τηλεφωνήσει η μητέρα σου ζητώντας σου να πας κοντά της γιατί δεν αισθανόταν καλά κι εσύ έτρεχες ξεπερνώντας το όριο ταχύτητας κατά πολύ ...
Τώρα , μένω με την μητέρα σου στο σπίτι σου . Κοιμάμαι στο κρεββάτι σου , φορώ το άρωμά σου και τυλίγω το παγωμένο μου σώμα με το σεντόνι που για τελευταία φορά τύλιξες το δικό σου . Τώρα , σου χαρίζω εγώ κόκκινα τριαντάφυλλα και τώρα δεν ακούω την καρδιά μου στο δικό σου κορμί , μα , την καρδιά σου στο δικό μου σώμα ...
... ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου